- στιπποτιμητής
- στιππο-τῑμητής, οῦ, ὁ,A tow-valuer, ib.103.28 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιπποτιμητής — ὁ, Α βλ. στυπποτιμητής … Dictionary of Greek
στυπποτιμητής — και στιπποτιμητής, ὁ, Α ο εκτιμητής τής στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον / στύππη + τιμητής] … Dictionary of Greek